- οσφραντικός
- -ή, -ό (ΑΜ ὀσφραντικός, -ή, -όν) [οσφραντός](ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.)αρχ.1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόνα) η δύναμη, η ικανότητα κάποιου να οσφραίνεταιβ) το οσφράδιο.
Dictionary of Greek. 2013.